τᾶμον
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
Thess. Adv. today, τὰ ψαφίσματα τό τε ὑππρὸ τᾶς γενόμενον καὶ τὸ τᾶμον yesterday's decree and today's, IG9(2).517.44 (Larissa, iii B.C.). (Perh. neut. of an Adj. τᾶμος, cf. τῆμος ΙΙ.)
Greek (Liddell-Scott)
τᾶμον: (= τᾶμος, τῆμος, σήμερον) καὶ τὰ ψαφίσματα τό τε ὑππρότας γενόμενον καὶ τὸ τᾶμον ὀγράψαντας ἐν στάλας λιθίας δύας Ἐπιγρ. Λαρίσης, Mitth. d. d. arch. Inst. VII, σ. 66, στ. 44.
Greek Monolingual
Α
(θεσσαλικός τ.) επίρρ. σήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τῆμος.