τῆτος
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
εος, τό, = τήτη, only in Hsch. and Phot. (τήτει· σπάνει), unless we read in E.Fr.492, τήτει σοφῶν, for τι εἴ τι: cf. χῆτος.
German (Pape)
[Seite 1109] τό, = τήτη, VLL.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
manque, privation, besoin.
Étymologie: DELG -.
Russian (Dvoretsky)
τῆτος: εος τό недостаток, отсутствие Eur.
Greek (Liddell-Scott)
τῆτος: -εος, τό, = τήτη, μόνον παρ’ Ἡσύχ. καὶ Φωτ. (τήτει· σπάνει), ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσκωμεν ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 495, τήτει σοφῶν, ἀντὶ (οἵτινες) τι εἴ τι σοφῶν, πρβλ. χῆτος.
Greek Monolingual
-ους, και -εος, τὸ, Α
η τήτη..
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τήτη, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος].