υαλουργία
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek Monolingual
η / ὑαλουργία, ΝΜ, και υελουργία Ν ὑαλουργός
η τέχνη και το έργο της παρασκευής γυαλιού ή της κατασκευής γυάλινων ειδών, η υαλοποιία
νεοελλ.
1. εργαστήριο ή εργοστάσιο παραγωγής γυαλιού ή γυάλινων αντικειμένων, υαλουργείο
2. αντίστοιχος βιομηχανικός κλάδος.