Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
-ποδος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός του οποίου τα πόδια βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ὠκύπους].