υγρομαντεία

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
η υδρομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μαντεία.