υδατογράφος

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωγράφος υδατογραφιών, ακουαρελίστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα].