υδατόχολος

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek Monolingual

-ον, Α
(για περιττώματα) υδατώδης και χρωματισμένος σαν τη χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -χόλος (< χόλος/χολή), πρβλ. πικρόχολος].