υιότητα

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

η / υἱότης, -ητος, ΝΜΑ υἱός
η ιδιότητα ή η κατάσταση του υιού
μσν.-αρχ.
εκκλ. η θέση του Υιού στην Αγία Τριάδα.