υπέρχολος

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ πικρόχολος ή πολύ ευέξαπτος
2. αυτός που παρουσιάζει υπέρμετρη αύξηση χολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + χόλος «οργή» (πρβλ. κατά-χολος, ὑπό-χολος)].