υστερία
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
Greek Monolingual
η, Ν
1. ιατρ. τύπος ψυχικής πάθησης κατά την οποία είναι δυνατόν να παρουσιαστούν αισθητικές, κινητικές και ψυχολογικές διαταραχές μεγάλης ποικιλίας
2. μτφ. εξαλλοσύνη, ανεξέλεγκτη συμπεριφορά
3. φρ. «μαζική υστερία»
μτφ. χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς μεγάλου πλήθους ατόμων που προβαίνουν σε αυθόρμητα συντονισμένες θορυβώδεις και λιγότερο ή περισσότερο παρατεταμένες εκδηλώσεις, όπως λ.χ. σε υπαίθριες συναυλίες ορισμένων ειδών μουσικής κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hysterie (< υστέρα «μήτρα»). Η πάθηση ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι αρχικά πιστευόταν ότι πρόκειται για ασθένεια που αφορά μόνον τις γυναίκες και οφείλεται σε διαταραχές λειτουργίας της μήτρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].