φίλοιστρος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοιστρος Medium diacritics: φίλοιστρος Low diacritics: φίλοιστρος Capitals: ΦΙΛΟΙΣΤΡΟΣ
Transliteration A: phíloistros Transliteration B: philoistros Transliteration C: filoistros Beta Code: fi/loistros

English (LSJ)

φίλοιστρον,
A loving frenzy, ib.27.13.
II loving to inspire with frenzy, ib.32.9.

German (Pape)

[Seite 1280] Wuth, Raserei liebend, bes. die wilde Begeisterung bei den Festen des Bacchus und der Kybele liebend, Orph. H. 26, 13.

Greek (Liddell-Scott)

φίλοιστρος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν οἶστρον, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 13, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία
2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς του Βάκχου και της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἶστρος «μανία, τρέλα, παραφροσύνη» (πρβλ. πάροιστρος)].