φανερώνω
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Greek Monolingual
φανερῶ, -όω, ΝΜΑ φανερός
1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω
2. αποκαλύπτω
νεοελλ.
1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή»)
2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ
αρχ.
1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι
2. αναδεικνύω κάτι σε όλη του την αίγλη
3. παθ. φανεροῦμαι, -όομαι
α) αναδεικνύομαι, αναλάμπω («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη θεοῦ πεφανέρωται», ΚΔ)
β) αστρον. γίνομαι ορατός.