φείδων
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A oil-can with a narrow neck, that lets only a little run out, Poll.10.179, cf. 11.1.
II as pr.n. Φείδων, king of Argos, the author of Peloponnesian weights and measures, Hdt.6.127:—hence Adj. φειδώνειος or φειδώνιος, α, ον, μέτρα Arist.Ath.10.2, Fr.480, Thphr. Char.30.11, Str.8.3.33 (Poll. l. c. connects signf. 1 with the Adj.); μέδιμνοι Φ. Delph.3(5).3 ii 3 (iv B. C.).
2 name of an old man in Com., Thrifty, Antiph.191.21, etc.:—hence Com. patron. φειδωνίδης [ῐ], ου, ὁ, Thrifty-son, Ar.Nu.65.
German (Pape)
[Seite 1260] ωνος, ὁ, = φειδωλός, 1) sparsam. – 2) ein Oelgefäß mit engem Halse, das nur wenig auslaufen läßt, Poll. 10, 179. – S. nom. propr.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
homme parcimonieux, avare.
Étymologie: φείδομαι.
Russian (Dvoretsky)
φείδων: ωνος ὁ узкогорлый сосуд для масла Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φείδων: -ωνος, ὁ, ἀγγεῖον ἐλαιηρὸν ἔχον στενὸν λαιμόν, δι’ οὗ ὀλίγον μόνον ἔλαιον δύναται νὰ ἐκρεύσῃ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 440· οὕτω, φειδώνιον (Φειδώνιον Κόβητ. παρὰ Κόντῳ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 329) μέτρον Θεοφρ. Χαρακτ. 30. 5, πρβλ. Στράβ. 358, Ἀλκίφρων 3. 5, 7 (ἔνθα φειδωλῷ), Cobet. V. LL. 66. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα Φείδων, βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, ὁ συστηματοποιήσας τὰ Ἑλληνικὰ μέτρα καὶ σταθμά, ἴδε Λεξ. Βιογραφ. 2) ὄνομα γέροντος παρὰ τοῖς κωμικοῖς, = φειδωλός, Χρέμης τις ἢ Φείδων τις ἐκσυρίττεται Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21, κλπ.· ― ὅθεν καὶ τὸ κωμ. πατρωνυμ. Φειδωνίδης, ου, ὁ, ὁ τοῦ Φείδωνος ἔκγονος, ὁ φειδωλός, ἐγὼ δὲ τοῦ πάππου’ τιθέμην ὄνομα Φειδωνίδην Ἀριστοφ. Νεφ. 65.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
1. είδος λαδερού με στενό λαιμό έτσι ώστε να εκρέει μικρή ποσότητα λαδιού
2. ως κύριο όν. Φείδων
α) βασιλιάς του Άργους, που πρώτος καθόρισε τα μέτρα και τα σταθμά και ίδρυσε το πρώτο νομισματοκοπείο της αρχαίας Ελλάδας στην Αίγινα
β) (στην κωμωδία) προσωνυμία φιλάργυρου γέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. γνάθων, τρίβων). Ο τ. χρησιμοποιείται ως ονομ. ενός δοχείου για αποταμίευση λαδιού, αλλά και ως προσωνυμία ενός φιλάργυρου γέρου στην κωμωδία].
Greek Monotonic
φείδων: -ωνος, ὁ,
I. αγγείο για λάδι με στενό λαιμό, που αφήνει λίγο μόνο λάδι να εκρεύσει, σε Θεόκρ.
II. ως κύριο όν. Φείδων, όνομα ενός γέροντα στους κωμικούς ποιητές, Φείδων, απ' όπου πατρών. Φειδωνίδης[ῐ], -ου, ὁ, γιος του Φείδωνα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φείδων, ωνος, ὁ,
I. an oil-can with a narrow neck, that lets only a little run out, Theophr.
II. as pr. n. Φείδων, name of an old man in Com. Poets, Thrifty: — hence patron. Φειδωνίδης, ου, ὁ, Thrifty-son, Ar.