φείσομαι

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

French (Bailly abrégé)

fut. de φείδομαι.

Russian (Dvoretsky)

φείσομαι: fut. к φείδομαι.