φειδίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], v. φιδίτης.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, ein Mitglied der Speisegesellschaft φειδίτιον, Ath. IV, 140 ff.
Greek (Liddell-Scott)
φειδίτης: -ου, ὁ, ὁ ἀποτελῶν μέλος φειδιτίου, ὁ ἐν φειδιτίῳ σιτούμενος, Ἀθήν. 140E.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. φιδίτης.