φθινόκαρπος
Full diacritics: φθῐνόκαρπος | Medium diacritics: φθινόκαρπος | Low diacritics: φθινόκαρπος | Capitals: ΦΘΙΝΟΚΑΡΠΟΣ |
Transliteration A: phthinókarpos | Transliteration B: phthinokarpos | Transliteration C: fthinokarpos | Beta Code: fqino/karpos |
Contents
English (LSJ)
ον,
A having lost its fruitfulness, of a tree stripped of its branches, Pi.P.4.265.
German (Pape)
[Seite 1271] dessen Früchte schwinden, abfallen, ohne Früchte, unfruchtbar, Pind. P. 4, 265 δρῦς.
Greek (Liddell-Scott)
φθῐνόκαρπος: -ον, ὁ ἀπολέσας τὴν γονιμότητα ἢ δύναμίν του, ἐπὶ δένδρου ἐξ οὗ ἐκόπησαν οἱ κλάδοι, δρῦς φθινόκαρπος Πινδ. Π. 4. 471.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a plus de fruits, stérile.
Étymologie: φθίνω, καρπός.
English (Slater)
φθῐνόκαρπος, -ον
1 with its fruitfulness destroyed καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα (sc. δρῦς) (P. 4.265)
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για δέντρο) αυτός του οποίου πέφτουν οι καρποί ή αυτός που έχασε τη γονιμότητά του, τη δύναμη της καρποφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν- του ρ. φθίνω + συνδετικό φωνήεν -ο- + καρπός (πρβλ. ὠλεσί-καρπος)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
Greek Monotonic
φθῐνόκαρπος: -ον, αυτός που έχει χάσει την παραγωγικότητα στους καρπούς, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
φθῐνόκαρπος: бесплодный (δρῦς Pind.).
Middle Liddell
φθῐνό-καρπος, ον,
having lost fruitfulness, Pind.