φιλάλληλος

English (LSJ)

φιλάλληλον, of mutual affection πάθος Ph.2.386; ἀγάπησις Plu.2.979f; τὸ φ., = φιλαλληλία, ib.977c; fond of one another, Babr.124.9, J.BJ2.8.2, Iamb. Protr.21.λ; φ. ζῷον Arr.Epict.4.5.10: metaph. of numbers (cf. φιλαλληλία), Nicom.Ar.2.20. Adv. φιλαλλήλως Eust.1126.29.

German (Pape)

[Seite 1274] einander liebend; ἀγάπησις Plut. sol. an. 29; Alciphr. u. a. Sp.; von Vögeln Babr 124, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime d'une affection mutuelle ; τὸ φιλάλληλον PLUT affection mutuelle.
Étymologie: φίλος, ἀλλήλων.

Russian (Dvoretsky)

φιλάλληλος: любящий с взаимностью: φ. ἀγάπησις Plut. взаимная любовь.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάλληλος: -ον, ὁ φιλῶν καὶ φιλούμενος ἀμοιβαίως, Πλούτ. 2. 977C, κλπ.· ― τὸ φιλάλληλον = φιλαλληλία, αὐτόθι 977C. ― Ἐπίρρ. -λως, Εὐστ. 1126. 29. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπὸ του, αλτρουιστής
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλάλληλον
η φιλαλληλία.
επίρρ...
φιλαλλήλως Μ
με φιλαλληλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < φρ. φίλος ἀλλήλοις (πρβλ. ὑπάλληλος)].