φιλοδοσία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = φιλοδωρία, in plural, IGRom.4.791 (Apamea), 1572 (Teos).
German (Pape)
[Seite 1279] ἡ, Schenkliebe, Freigebigkeit, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοδοσία: ἡ, = φιλοδωρία, Συλλ. Ἐπιγρ. 3080 ἐν τέλ., 3882b (Προσθῆκαι).
Greek Monolingual
ἡ, Α φιλόδοτος
γενναιοδωρία, παροχή άφθονων δώρων.