φλεβοειδής

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
όμοιος με φλέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέβα + -ειδής].