φλεβορραγία
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
English (LSJ)
ἡ, bursting of a vein, Hp.Acut. (Sp.) 40.
Greek (Liddell-Scott)
φλεβορρᾰγία: ἡ, (ῥήγνυμι) διάρρηξις φλεβός, Ἱππ. 403. 26.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
αιμορραγία από φλέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο-ρραγία. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. γαλλ. phleborragie].
German (Pape)
ἡ, Blutaderbruch, Medic.