φλεβορραγία

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεβορρᾰγία Medium diacritics: φλεβορραγία Low diacritics: φλεβορραγία Capitals: ΦΛΕΒΟΡΡΑΓΙΑ
Transliteration A: phleborragía Transliteration B: phleborragia Transliteration C: flevorragia Beta Code: fleborragi/a

English (LSJ)

ἡ, bursting of a vein, Hp.Acut. (Sp.) 40.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβορρᾰγία: ἡ, (ῥήγνυμι) διάρρηξις φλεβός, Ἱππ. 403. 26.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
αιμορραγία από φλέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο-ρραγία. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. γαλλ. phleborragie].

German (Pape)

ἡ, Blutaderbruch, Medic.