φλεβοσκλήρωση
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. σκλήρωση του τοιχώματος τών φλεβών από αντικατάσταση, συνήθως, τών στοιχείων του μέσου χιτώνα με συνδετικό ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlebosclerosis < φλέβα + σκλήρωση].