φλεβόκλυση

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. ενδοφλέβια έγχυση μεγάλης ποσότητας υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phleboclysis (< φλέβα + κλύση)].