φλεγμονώδης
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
ες, like an inflamed tumour (φλεγμονή 11.2), attended by them, Id.15.727; αἴσθησις, κόπος, Id.16.593.
German (Pape)
[Seite 1291] ες, von der Art der Entzündung, Geschwulst, ihr ähnlich, sie verursachend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμονώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς φλεγμονήν, (ἴδε φλεγμονὴ Ι. 2), ἔχων τοιαύτην φλεγμονήν, «ὡς ἤτοι φλεγμονὴν ἐρυσιπελατώδη καλεῖν ἡμᾶς ἢ ἐρυσίπελας φλεγμονῶδες» Γαλην. τ. 10, σ. 320· αἴσθησις φλεγμονώδης ὁ αὐτ. 6, σ. 191, 7, κλπ.
Greek Monolingual
-ες / φλεγμονώδης, -ώδες, ΝΜΑ φλεγμονή
όμοιος με φλεγμονή
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φλεγμονή («φλεγμονώδης ιστός»)
2. αυτός που εκδηλώνεται με φλεγμονή («φλεγμονώδης υπεραιμία»)
3. φρ. «φλεγμονώδης εξεργασία»
ιατρ. το σύνολο τών αλλοιώσεων που προκαλούνται στους ιστούς από φλεγμονή
αρχ.
αυτός που πάσχει από φλεγμονή.