φρακτικός
Full diacritics: φρακτικός | Medium diacritics: φρακτικός | Low diacritics: φρακτικός | Capitals: ΦΡΑΚΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: phraktikós | Transliteration B: phraktikos | Transliteration C: fraktikos | Beta Code: fraktiko/s |
English (LSJ)
ή, όν,
A = κατάφρακτος, Ath.5.214a (nisi leg. καταφρακτικός).
German (Pape)
[Seite 1303] = κατάφρακτος, Ath. V, 214 a.
Greek (Liddell-Scott)
φρακτικός: -ή, -όν, = κατάφρακτος, Ἀθήν. 214Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φρακτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και φραχτικός Ν φρακτός / φραχτός]
νεοελλ.
1. ο κατάλληλος για περίφραξη («φρακτική δενδροστοιχία»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φραχτικά
η δαπάνη για την περίφραξη
αρχ.
μτφ. (για πρόσ.) κατάφρακτος, πάνοπλος («δορυφόρους ἔχων πολλοὺς τὼν φρακτικὼν καλουμένων», Αθήν.).
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο