φρεωρυχικός

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φρεωρύχος
αυτός που χρησιμοποιείται στην φρεωρυχία («φρεωρυχικὸν ἐργαλεῖον», Φώτ.).