φτωχολογιά
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Greek Monolingual
η / φτωχολογία, ΝΜ
(με περιλπτ. σημ.) το σύνολο ή το πλήθος των φτωχών («φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι», λαϊκό τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + -λογία / -λογιά].