φυσιολάτρης

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

ο, θηλ. φυσιολάτρισσα, Ν
αυτός που αγαπά τη φύση και χαίρεται να ζει σύμφωνα με τη φύση και μέσα στη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (βλ. λ. φύση) + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φυσιολάτραι, μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Λεβαδέα].