φόρεμα
English (LSJ)
ατος, τό, later form for φόρημα, Phot., Suid. A s.v. φάκελλος.
German (Pape)
[Seite 1299] τό, spätere Form statt φόρημα, s. Lob. Phryn. 250.
Greek (Liddell-Scott)
φόρεμα: τό, μεταγεν. τύπος ἀντὶ φόρημα, Σουΐδ., Φώτ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 250.
Greek Monolingual
-έματος, το, ΝΜΑ, και φόρημα Α φορῶ
νεοελλ.
1. γυναικείο, κυρίως, εξωτερικό ένδυμα
2. πανωφόρι
3. στον πληθ. τα φορέματα
το σύνολο του γυναικείου ρουχισμού
μσν.-αρχ.
καθετί που φορεί κανείς ως κάλυμμα ή ως ένδυμα
αρχ.
1. φορτίο
2. αυτό που φέρεται στα χέρια ή αυτό που τοποθετείται στα γόνατα («κάθηται... Ἡσίοδος κιθάραν ἐπὶ τοῖς γόνασιν ἔχων οὐδέν τι οἰκεῑον Ἡσιόδῳ φόρημα», Παυσ.)
3. κόσμημα, στολίδι που φοριέται
4. το φορείο με το οποίο μετέφεραν τα λάφυρα και τις εικόνες τών θεών κατά τις πομπές
5. (με περιλπτ. σημ.) αυτοί που μεταφέρουν κάτι, οι φορείς
6. μτφ. ψυχικό βάρος («δυσχέρεια... πολλὴ τοῡδε τοῦ φορήματος», Σοφ.).