χαλιναγώγηση
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.Greek Monolingual
η, Ν
1. η οδήγηση και ο έλεγχος της κίνησης αλόγου με χαλινάρι
2. μτφ. συγκράτηση, αναχαίτιση, ανακοπή («χαλιναγώγηση τών παθών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλιναγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. χαλιναγώγησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].