χαλκήλατος
Full diacritics: χαλκήλᾰτος | Medium diacritics: χαλκήλατος | Low diacritics: χαλκήλατος | Capitals: ΧΑΛΚΗΛΑΤΟΣ |
Transliteration A: chalkḗlatos | Transliteration B: chalkēlatos | Transliteration C: chalkilatos | Beta Code: xalkh/latos |
Contents
English (LSJ)
ον, (ἐλαύνω)
A forged out of brass, of beaten brass, κώδωνες, σάκος, A.Th.386,539; πλάστιγξ Id.Ch.290; σκάφη Id.Fr. 225; ὅπλα S.Fr.341; λέβητες ib.378; ἀσπίς E.Ba.799, cf. Ar.Ra. 929; cf. χαλκέλατος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1330] wie χαλκέλατος, aus Erz od. Kupfer getrieben, gemacht; κώδωνες Aesch. Spt. 368; σάκος 521; πλάστιγξ Ch. 288; ὅπλα Soph. fr. 314; ἀσπίδες Eur. Bacch. 798; ὅπλα Mel. 1279; λέβης Ep. ad. 281 (Plan. 90).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω), κατεσκευασμένος διὰ σφυρηλασίας ἐκ χαλκοῦ ἢ ὀρειχάλκου, κώδωνες, σάκος Αἰσχύλ. Θήβ. 386, 539· πλάστιγξ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 290 σκάφη ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 224· ὅπλα Σοφ. Ἀποσπ. 314· λέβης αὐτόθι 68· ἀσπὶς Εὐρ. Βάκχ. 799, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 929· ― παρὰ Πινδ. χαλκέλατος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
forgé ou fondu (litt. étendu) en cuivre ou en airain.
Étymologie: χαλκός, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χαλκέλατος Α
κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό («χαλκήλατα ὅπλα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ-ήλατος, χρυσ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
Greek Monotonic
χαλκήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που φτιάχτηκε από σφυρηλατημένο χαλκό, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκήλᾰτος: сделанный из меди или бронзы (κώδωνες Aesch.; λέβης Soph.; ὅπλα Eur.).