χαλκονόμισμα
Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος -> I grow old always learning many things
Solon the AthenianGreek Monolingual
το, Ν
χάλκινο νόμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + νόμισμα (πρβλ. χαρτο-νόμισμα). Η λ., στον πληθ. χαλκονομίσματα, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο