χαλκόκρατος
Full diacritics: χαλκόκρᾱτος | Medium diacritics: χαλκόκρατος | Low diacritics: χαλκόκρατος | Capitals: ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΟΣ |
Transliteration A: chalkókratos | Transliteration B: chalkokratos | Transliteration C: chalkokratos | Beta Code: xalko/kratos |
English (LSJ)
ον,
A mixed with copper, Polyaen.4.10.2.
German (Pape)
[Seite 1331] mit Erz od. Kupfer vermischt, Polyaen. 4, 10, 2.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόκρᾱτος: -ον, ὁ χαλκῷ κεκραμένος, Πολύαιν. 4. 10, 2, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 224· ― ὡσαύτως χαλκοκράς, ᾶτος, χαλκοκρᾶτι Ἀν. Βεκ. 1226. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «χαλκοκράς· τὸ χαλκόκρατον νόμισμα»· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 21 κἑξ., 193.
Greek Monolingual
-ον, Α
χαλκόκρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -κρατος (< θ. κρα- του κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. ἄ-κρατος, εὔ-κρατος].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο