χαλκόλοφος

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόλοφος Medium diacritics: χαλκόλοφος Low diacritics: χαλκόλοφος Capitals: ΧΑΛΚΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: chalkólophos Transliteration B: chalkolophos Transliteration C: chalkolofos Beta Code: xalko/lofos

English (LSJ)

χαλκόλοφον, with bronze crest, Hsch. (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernem Helmkamm, ἱππιοχαίτης, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόλοφος: -ον, ὁ ἔχων λόφον ἐκ χαλκοῦ, Ἡσύχ. (ὕποπτ.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πιθ. αυτός που έχει χάλκινο λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + λόφος (πρβλ. χρυσόλοφος)].