χαλυβουργός

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211

Greek Monolingual

ο, Ν χαλυβουργία
1. ειδικός στη χαλυβουργία
2. εργαζόμενος σε χαλυβουργείο
3. ιδιοκτήτης χαλυβουργείου.