χειρικός
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
χειρική, χειρικόν, manual, ἔργα POxy.1692.5 (ii A.D.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α χείρ, χειρός]
αυτός που γίνεται με τα χέρια, χειρωνακτικός («χειρικὴν ἐμὴν ἐργασίαν», πάπ.).
επίρρ...
χειρικῶς Α
με τα χέρια.