χιμέθλη

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek (Liddell-Scott)

χιμέθλη: -λον, μεταγεν. τύποι τῶν λέξεων χιμέτλη, -λον, εὐρισκόμενοι ἐν Ἀντιγράφ. τῆς Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11, 6, Διοσκ. 2. 12, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. χιμέτλη.