χιτωνία

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐτωνία Medium diacritics: χιτωνία Low diacritics: χιτωνία Capitals: ΧΙΤΩΝΙΑ
Transliteration A: chitōnía Transliteration B: chitōnia Transliteration C: chitonia Beta Code: xitwni/a

English (LSJ)

ἡ, dress, Melamp.Naev.p.508 Franz.

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, Kleidung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χῐτωνία: ἡ, ἔνδυμα, φόρεμα, Μελάμπους π. ἐλαιῶν τοῦ σώματος σ. 508, ἔκδ. Franz.

Greek Monolingual

ἡ, Α χιτών
1. Χιτώνη
2. είδος φορέματος.