χλαβός
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ -> The unexamined life is not worth living
Plato, Apology of Socrates 38aFull diacritics: χλαβός | Medium diacritics: χλαβός | Low diacritics: χλαβός | Capitals: ΧΛΑΒΟΣ |
Transliteration A: chlabós | Transliteration B: chlabos | Transliteration C: chlavos | Beta Code: xlabo/s |
English (LSJ)
ή, όν,
A well-fed, Hsch.; cf. χλαμυρός.
Greek (Liddell-Scott)
χλαβός: -ή, -όν, καλῶς τεθραμμένος, παχύς, «χλαβόν· εὐτραφὲς» Ἡσύχ.· πρβλ. χλαμυρός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ευτραφής, παχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χλα-βός μπορεί να συνδεθεί με τη λ. χλα-μ-υρίς (βλ. λ. χλαμυρίς, και χλόη) και έχει σχηματιστεί με το επίθημα -βος, το οποίο απαντά σε τ. του καθημερινού λεξιλογίου που αναφέρονται στη φυσική κατάσταση σώματος, δεν χρησιμοποιείται, όμως, εδώ για να δηλώσει, όπως συνήθως, κάποια αναπηρία (πρβλ. ῥαι-βός, στρα-βός)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο