χλαμυρίς
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «πόα, ὁ κυρίως βρόμος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χλαμυρίς ανάγεται, κατά την πιθανότερη άποψη, στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghel- της λ. χλόη και έχει σχηματιστεί από μια μορφή θ. σε -m- (πρβλ. και το ομόρριζο λιθουαν. želmuo «ρώμη, σφρίγος» [για φυτά]) και επίθημα -υρ-ίς (< κατάλ. -υρος, πρβλ. γλαφυρός). Στην ίδια μορφή ρίζας, αλλά με διαφορετικό φωνηεντισμό, ανάγεται και ο τ. του Ησύχ. χλεμυράνo χλοανθοῦσαν, καθώς και ο τ. χλεμερόν
χλιαρόν, θερμόν, ο οποίος εμφανίζει διαφορετικό επίθημα -ερός (πρβλ. τρυφερός) και απέχει και σημασιολογικά (για τις μορφές της ρίζας βλ. λ. χλόη)].