χλαμυρός
Heraclitus, fr. B 119 Diels
Full diacritics: χλαμῠρός | Medium diacritics: χλαμυρός | Low diacritics: χλαμυρός | Capitals: ΧΛΑΜΥΡΟΣ |
Transliteration A: chlamyrós | Transliteration B: chlamyros | Transliteration C: chlamyros | Beta Code: xlamuro/s |
English (LSJ)
ά, όν,
A luxurious, Hsch.; cf. χλαβός.
Greek (Liddell-Scott)
χλαμυρός: -ά, -όν, «τρυφῶν, πολυτελής, χλαμυραί. τρυφῶσαι. γρυπῶσαι» Ἡσύχ.· πρβλ. χλαβός.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τρυφῶν, πολυτελής, χλαμυραί, τρυφῶσαι, γρυπῶσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό από τις λ. χλαβός «ευτραφής» και χλαμυρίς «πόα»].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο