χρηστήριον
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
τό,
A an oracle, i.e.,
I the seat of an oracle, such as Delphi, h.Ap.81,214, Hes.Fr.134.6, Hdt.1.47, al., E.Med.667, etc.; τὸ ἐν Δελφοῖσι χ. Hdt.1.13, cf. X.Cyr.7.2.15; χρᾶσθαι χρηστηρίοισι Hdt.1.47,53, al.: distinguished from the νηός, Id.6.19: sometimes in plural for sg., A.Th.748, Eu.194.
2 oracular response, Hdt.1.63,69, al., Th. 1.25, 2.54: pl., A.Ag.964, S.OC604, 1331, E.Ion532 (troch.).
II an offering for the oracle, made by those consulting it: generally, sacrificial victim, χρηστήριον θέσθαι Pi.O.6.70; χρηστήρια παρέχειν IG22.1126.33; χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν = offer slaughtered sacrifices to the gods A.Th.230, cf. Supp.450; χ. πέπτωκε E.Ion 419: metaph., victim, sacrifice, σφάγια . . κείνου χρηστήρια τἀνδρός S.Aj.220 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1375] τό, 1) das Orakel; – a) der Ort, der Tempel, wo Orakel ertheilt werden, der Orakelsitz; H. h. Apoll. 81. 214 u. sonst; Hes. frg. 39, 6; Her. τὸ ἐν Δελφοῖς, 1, 13 u. öfter; Aesch. Eum. 185 Spt. 730; Soph. O. C. 610; Eur. Med. 667 u. öfter. – b) die vom Orakel ertheilte Antwort, der Orakelspruch; Her. 1, 63. 69 u. öfter; χρηστήριον ἐλήλυθεν 8, 114; Eur. Ion 532. – . 2) die Opfergaben für die Orakel, welche die das Orakel Befragenden darbrachten, bes. das geschlachtete Opferthier; Aesch. ἀνδρῶν τάδ' ἐστί, σφάγια καὶ χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν, Spt. 212, wie Suppl. 445, übh. Schlachtopfer, Soph. Ai. 220.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. oracle :
1 lieu où réside un oracle;
2 oracle, réponse d'un oracle;
II. victime offerte en sacrifice ; sacrifice.
Étymologie: χρηστήριος.
Russian (Dvoretsky)
χρηστήριον: τό тж. pl.
1 оракул, прорицалище (Φοίβου χ. Eur.; Πυθικὰ χρηστήρια Aesch.; τὸ ἐν Δελφοῖς χ. Her.): χρέεσθαι χρηστηρίοισι Her. вопрошать оракулы;
2 оракул, ответ оракула Her., Trag.: τὸ χ. δηλοῦν Thuc. объявить ответ оракула;
3 тж. перен. жертва (θύειν или ἔρδειν χρηστήρια θεοῖσι Aesch.): κείνου χρηστήρια τἀνδρός Soph. жертвы, (павшие от руки) этого человека.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστήριον: τό, μαντεῖον, δηλ. 1) ἕδρα μαντείου, οἷον οἱ Δελφοί, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Απόλλ. 81, 214, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 6, 48, Ἡρόδ. 1. 47, κ. ἀλλ. Εὐρ. Μήδ. 667, κτλ.· τὸ ἐν Δελφοῖς χρ. Ἡρόδ. 1. 13, Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 2, 15· χρέεσθαι χρηστηρίοισι Ἡρόδ. 1. 47, 53, 157, κ. ἀλλ.· - ἐνίοτε διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ναός, ὅτε σημαίνεται ὁ σηκὸς ἢ τὸ ἁγιώτατον μέρος αὐτοῦ, Schweidh. Ἡρόδ. 6. 19· - συχν. ἐν τῷ πληθ. ἀντὶ ἑνικοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 748, Εὐμεν. 194. 2) ἀπόκρισις μαντείου, χρησμός, Ἡρόδ. 1. 63. 69, κ. ἀλλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 964 (ἔνθα τὸ δόμοισι συναπτέον τῷ προὐνεχθέντος), Σοφ. Ο. Κ. 604, 1331, Εὐρ. Ἴων 532, Θουκ. 1. 25., 2. 54. ΙΙ. προσφορὰ ἢ δῶρον πρὸς τὸ μαντεῖον παρὰ τῶν συμβουλευομένων αὐτό· καθόλου, θυσία, θῦμα, χρ. θέσθαι Πινδ. Ο. 6. 119· χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν Αἰσχύλ. Θήβ. 230, πρβλ. Ἱκ. 450· πέπτωκε Εὐρ. Ἴων 419· - καὶ με αφ., θῦμα (ὡς καὶ ἡμεῖς λέγομεν «ὁ ἄνθρωπος ἔγειν θῦμα τοῦ ...») Σοφ. Αἴ. 220, ἔνθα ἴδε Λοβέκ.· πρβλ. Valck. εἰς Ἀμμώνιον 235.
English (Slater)
χρηστήριον (seat of an) oracle Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (the altar of Zeus at Olympia, cf. (O. 8.3) ) (O. 6.70) χρης[τ]ῃ[ρι (Pae. 6.71) ]αντεσι χρηστήριον (Pae. 7.18) Μοισαίαις ἀνατιθεὶς τέχναισι χρηστήριον (the oracle of Teneros in the temple of Apollo Ismenios at Thebes) (Pae. 9.40)
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. τόπος όπου δίνονται χρησμοί, μαντείο
2. έδρα μαντείου
3. απάντηση μαντείου, χρησμός
4. η προσφορά εκείνου που ζητούσε χρησμό, η θυσία
5. ο κυρίως ναός, ο σηκός
6. μτφ. το θύμα, το θυσιασμένο ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήστης «μάντης» + επίθημα -τήριον].
Greek Monotonic
χρηστήριον: από τό χράω (Γ) I.].
I. χρησμός·
1. έδρα μαντείου, όπως είναι οι Δελφοί, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Ευρ.· σε πληθ. αντί ενικ., σε Αισχύλ.
2. απάντηση χρησμού, μαντική απάντηση, σε Ηρόδ., Τραγ.
II. προσφορά ή δώρα προς το μαντείο, που γίνεται από αυτούς που το συμβουλεύονται· γενικά, θύμα θυσίας, χρηστήριον θέσθαι, σε Πίνδ., Αισχύλ.· θύμα, θυσία, σε Σοφ.
Middle Liddell
χρηστήριον, ου, τό, (χράω 3)
I. an oracle, i. e.,
1. the seat of an oracle, such as Delphi, Hhymn., Hdt., Eur.: —in pl. for sg., Aesch.
2. the answer of an oracle, oracular response, Hdt., Trag.
II. an offering for the oracle, made by those consulting it; generally, a sacrificial victim, χρ. θέσθαι Pind., Aesch.; —and a victim, sacrifice, Soph.
English (Woodhouse)
oracle, sacrifice, oracular shrine, seat of an oracle, seat of the oracle
Mantoulidis Etymological
(=μαντεῖο). Ἀπό τό χράω χρήω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
oraculi responsum, oracle's reply, 1.25.2, 1.103.2, 2.54.4, 2.54.5.
Translations
oracle
Catalan: oracle; Czech: věštírna, orákulum; Finnish: oraakkeli; French: oracle; Galician: oráculo; German: Orakel; Greek: μαντείο; Ancient Greek: μαντεῖον; Hungarian: jósda; Icelandic: véfrétt; Irish: oracal; Italian: oracolo; Latin: fatus; Maori: ahurewa; Portuguese: oráculo; Russian: оракул; Slovene: orakelj; Turkish: mabet, tapınak
oracular response
Bulgarian: пророчество; Esperanto: oraklo; French: oracle; German: Orakel, Orakelspruch; Greek: χρησμός; Ancient Greek: χρησμός, χρησμῳδία, χρηστήριον, μαντεῖον, μαντηΐη, μαντείη; Hungarian: jóslat; Icelandic: véfrétt, goðsvar; Irish: oracal; Italian: oracolo, divinazione; Latin: fatus; Portuguese: oráculo; Russian: прорицание; Turkish: ırık, ırım