χρυσόμαλλος
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
χρυσόμαλλον, with golden wool or with golden fleece, κῶας Pherecyd.105J.; ἀρνὸς τέρας E.Or.998 (lyr.): metaph., πρόβατον χρυσόμαλλον, of a rich fool, Diog. ap. D.L.6.47; χρυσόμαλλον δέρας = golden fleece.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenem Vließe od. Felle, λόχευμα ἀρνός Eur. Or. 999 El. 725.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la toison d'or.
Étymologie: χρυσός, μαλλός.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόμαλλος: златорунный (κριός Eur., Plut.; ποίμνα Eur.; τὸ δέρος Diod.; πρόβατον Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦν μαλλόν, χρυσοῦν ἔριον, κῶας Φερεκύδ. 60· κριὸς Εὐρ. Ὀρ. 998· ποίμνια διάφ. γραφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 725· - μεταφορ., πρόβατον χρ., ἐπὶ ἀνθρώπου πλουσίου ἀλλὰ μωροῦ καὶ ἠλιθίου, Διογέν. παρὰ Διογένει Λαερτίῳ 6. 47.
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσόμαλλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρυσό μαλλί, χρυσό τρίχωμα (α. «το χρυσόμαλλο δέρας» β. «τὸ χρυσόμαλλον ἀρνός», Ευρ.)
αρχ.
φρ. «πρόβατον χρυσόμαλλον»
μτφ. άνθρωπος πλούσιος αλλά ανόητος (Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -μαλλος (< μαλλός «μαλλί»), πρβλ. δασύμαλλος].
Greek Monotonic
χρῡσόμαλλος: -ον, αυτός που έχει χρυσό μαλλί ή προβιά, σε Ευρ.