χτικιό

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

το, Ν
1. η φυματίωση
2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρίαείναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)].