χυλίζω
ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.
English (LSJ)
extract the juice from a plant by infusion or decoction, Dsc.Praef.9:—Pass., σπέρμα χυλισθέν Thphr. HP 9.9.4, cf. Dsc.2.182, etc.
German (Pape)
[Seite 1384] 1) zu Saft machen, in Saft verwandeln, pass. zu Saft werden. – 2) den Saft aus einer Pflanze ziehen, durch einen Aufguß von Wasser u. durch Abkochen, Sp., Medic.
Greek (Liddell-Scott)
χῡλίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ χυλόω, ἐξάγω τὸν χυλὸν φυτοῦ τινος δι’ ἐπιχύσεως βράζοντος ὕδατος ἢ διὰ βρασμοῦ, Διοσκορ. προοίμ. (πρὸς τὸ τέλ.). - Παθ., σπέρμα χυλισθὲν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 4, πρβλ. Διοσκ. 2, 213, κλπ.
Greek Monolingual
ΜΑ χυλός
1. εκχυλίζω («χυλίζεται δὲ τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καυλός... καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ», Διοσκ.)
2. μετατρέπω σε χυλό (α. «ὀπὸν χυλισθέντα», Γεωπ.
β. «κόπρον κεχυλισμένην», Γεωπ.).