χωρισμός
Contents
English (LSJ)
ὁ, A separation, λύσις καὶ χ. ψυχῆς ἀπὸ σώματος Pl.Phd.67d; χ. δέχεσθαι, opp. συνεζεῦχθαι, Arist.EN1175a20. 2 secretion of sap, Thphr.CP6.7.3. 3 abstraction, Plot.4.7.8. II (from Pass.) a being separated, parting, departure, Plb.5.16.6, D.S.17.10; τὸν χ. ποιήσασθαι Id.2.60; seclusion, LXXLe.12.2, 18.19; ὁ ἀπὸ θεοῦ χ. Hierocl. in CA24p.472M.
German (Pape)
[Seite 1388] ὁ, 1) = Vorigem, Plut. – 2) vom pass. das sich Entfernen, dah. die Trennung, καὶ λύσις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Plat. Phaed. 67 d; die Abreise, Pol. 5, 16, 6 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
χωρισμός: ὁ, (χωρίζω) ὡς καὶ νῦν, λῦσις καὶ χ. ψυχῆς ἀπὸ σώματος Πλάτ. Φαίδ. 67D, πρβλ. Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 1· χ. οὐ δέχεσθαι, ἀντίθετον τῷ συνεζεῦχθαι, Ἀριστοτ. Ἠθ. Νικ. 10. 4, 11. 2) ἔκκρισις τοῦ χυμοῦ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 7, 3· ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), τὸ χωρισθῆναι ἀπό τινος, ἀποχωρισμός, ἀναχώρησις, Πολύβ. 5. 16, 6· ἀπομόνωσις, ἀποκλεισμός, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΒ΄, 2., ΙΗ΄, 19).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de séparer, séparation;
2 action de se séparer ; séparation : ψυχῆς ἀπὸ σώματος PLAT de l’âme d’avec le corps.
Étymologie: χωρίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ χωρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χωρίζω, αποχωρισμός, απόσπαση
νεοελλ.
1. ξεχώρισμα, διαχωρισμός, διαλογή, επιλογή, ξεδιάλεγμα («ο χωρισμός τών βιβλίων»)
2. διαίρεση, διανομή, μοιρασιά
3. λύση εμπορικής συνεργασίας ή συνεταιρισμού
4. (για συζύγους) διάζευξη
5. φρ. α) «χωρισμός Πολιτείας και Εκκλησίας» — σύστημα βάσει του οποίου η πολιτεία δεν παρεμβαίνει στα εκκλησιαστικά θέματα, τα οποία θεωρούνται ιδιωτική υπόθεση
β) «δικαστικός χωρισμός»
(νομ.) η με δικαστική απόφαση αναστολή της υποχρέωσης τών συζύγων να συμβιώνουν και να συγκατοικούν
γ) «χωρισμός από τραπέζης και κοίτης»
(παλ. όρος) (νομ.) ο δικαστικός χωρισμός
αρχ.
1. (για φυτά) έκκριση χυμού
2. αναχώρηση
3. εκκλ. α) απομόνωση, αποκλεισμός
β) αφορισμός
4. μτφ. θάνατος.
Greek Monotonic
χωρισμός: ὁ (χωρίζω), χωρισμός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χωρισμός: ὁ
1) отделение, разделение, разобщение (χ. καὶ λύσις τινὸς ἀπό τινος Plat.): τὸν χωρισμὸν ποιεῖν Plut. разлучать, отрывать;
2) уход, отъезд (μετὰ τὸν Ἀντιγόνου χωρισμόν Polyb.).
Middle Liddell
χωρισμός, οῦ, ὁ, χωρίζω
separation, Plat.
English (Woodhouse)
χωρισμός = separation, separating