ψευτοπροφήτης

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψευτοπροφήτισσα, Ν
άτομο που προφητεύει ψευτιές ή που παριστάνει τον προφήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + προφήτης.