ψιλεύς

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιλεύς Medium diacritics: ψιλεύς Low diacritics: ψιλεύς Capitals: ΨΙΛΕΥΣ
Transliteration A: psileús Transliteration B: psileus Transliteration C: psileys Beta Code: yileu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, in plural ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες, Hsch.; ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος, Suid.

German (Pape)

[Seite 1399] ὁ, der im Chor voransteht, weil im Kriegsheere die ψιλοί die Vordertreffen bilden, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλεύς: έως, ὁ, ὁ τελευταῖος ἐν χορῷ, «ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες» Ἡσύχ.· ― ὁ Σουΐδ. λέγει «ὁ ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὕστατος χορεύων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. του πτίλον + επίθημα -εύς (πρβλ. ἱππεύς), ενώ, κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. ψιλός.