ψιλόδορος

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217

German (Pape)

[Seite 1399] glatthäutig, Sp.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει λείο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -δορος (< δορά) πρβλ. νεόδορος].