ψυχρόσαρκος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ψυχρόσαρκον, with cold flesh, Hp.Epid.6.4.19.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχρόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ψυχρὰν σάρκα, Ἱππ. 1180G.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κρύα σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. τρυφερόσαρκος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχρόσαρκος -ον [ψυχρός, σάρξ] met koud vlees.