ψωμί
Greek Monolingual
το / ψωμίον, ΝΜΑ, και ψωμίν Μ
ζύμη από αλεύρι, νερό και αλάτι, που ψήνεται στον φούρνο και αποτελεί την κυριότερη τροφή του ανθρώπου, άρτος (α. «τρώει σκέτο ψωμί» β. «καὶ ἐμβάξας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτη», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) τροφή, φαγητό
2. (γενικά) τα αναγκαία για τη ζωή («δουλεύει για το ψωμί του»)
3. φρ. α) «βγάζω το ψωμί μου» — κερδίζω τα απαραίτητα για να ζήσω
β) «λίγα είναι τα ψωμιά του» — δεν θα ζήσει για πολύ ακόμη
γ) «θα φάει πολλά ψωμιά ακόμη» — θα ζήσει ή θα περιμένει πολύ ακόμη
δ) «αυτή η δουλειά έχει [πολύ] ψωμί» — η δουλειά αυτή είναι σίγουρη ή αποφέρει μεγάλα κέρδη
ε) «φάγαμε μαζί ψωμί και αλάτι» — έχουμε ζήσει πολλά μαζί, είμαστε φίλοι από παλιά
στ) «ψωμί δεν έχουμε, ραπανάκια για την όρεξη» — βλ. ραπανάκι
ζ) «έφαγε τα ψωμιά του» — βλ. τρώγω.
αρχ.
μπουκιά ή κομμάτι ψωμιού.